έξοικος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

ἔξοικος, -ον (AM)
διωγμένος απ' το σπίτι του, άστεγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εξ + οίκος].