εξυψώνω

Greek Monolingual

(AM ἐξυψῶ, -όω)
καθιστώ ανώτερο, ανυψώνω («παίγνια καὶ κώμους Αἰσχύλος ἐξύψωσεν»)
νεοελλ.
εγκωμιάζω
αρχ.
σηκώνω ψηλά.