σηκώνω

From LSJ

Greek Monolingual

ΝΜ
1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και το σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τον σήκωσα από την θέση του»)
2. ανορθώνω, κρατώ κάτι όρθιο με μεγαλοπρέπεια («κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει», Σολωμ.)
3. (σχετικά με σημαία) ανυψώνω, κάνω έπαρση («άργησαν να σηκώσουν την σημαία σήμερα»)
4. αφυπνίζω κάποιον («μέ σήκωσε πολύ πρωί»)
5. (σχετικά με χρήματα) κάνω ανάληψηπρέπει να σηκώσω λεφτά από την τράπεζα»)
6. βαστάζω, κρατώ ψηλά ή μεταφέρω («δεν μπορώ να σηκώσω αυτό το δέμα»)
7. (σχετικά με νεκρό) κηδεύω, μεταφέρω το φέρετρο («τί ώρα θα τον σηκώσουν;»)
8. (για τόπο ή κλίμα) ωφελώ από την άποψη της υγείας («δεν μέ σήκωσε το βουνό»)
9. (σχετικά με κτίσμα) χτίζω, ανυψώνω, ανεγείρω (α. «σήκωσε κι άλλο φράχτη» β. «θα σηκώσει δεύτερο πάτωμα»)
10. εκπατρίζω («μάς σηκώσανε από την Ίμβρο»)
11. (μέσ. και παθ.) σηκώνομαι
α) είμαι καθιστός και παίρνω όρθια θέση
β) αφυπνίζομαι, ξυπνώ
γ) αποθεραπεύομαι («έκανα τρεις βδομάδες να σηκωθώ»)
δ) (για άνεμο) αρχίζω να πνέω, να φυσώ ξαφνικά («σηκώθηκε βοριάς»)
ε) εξεγείρομαι, επαναστατώ («σηκώθηκε η Μάνη»)
12. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σηκωμένος, -η, -ο
όρθιος, ορθός
13. φρ. α) «σηκώνει κεφάλι» — αντιδρά, δεν πειθαρχεί
β) «δεν σηκώνει κεφάλι» — εργάζεται αδιάκοπα
γ) «σηκώνω χέρι» — απειλώ να χτυπήσω ή χτυπώ κάποιον δ) «σηκώνω μπαϊράκιπαντιέρα]» — δείχνω απείθεια, κάνω ανταρσία, στασιάζω
ε) (για πλοίο) «σηκώνω άγκυρα» ή «σηκώνω πανιά» — αποπλέω, ξεκινώ για ταξίδι
στ) «σηκώνω τον κόσμο στο πόδι» — αναστατώνω τους γύρω μου με τις φωνές ή τις διαμαρτυρίες μου
ζ) «δεν σηκώνω αστεία [ή προσβολές κ.λπ.]» — δεν ανέχομαι αστεϊσμούς [ή προσβολές κ.λπ.]
η) «το κρασί σηκώνει νερό» — το κρασί είναι πολύ δυνατό και μπορεί να αραιωθεί
θ) (σε συνταγές) «όσο σηκώνει ζάχαρηαλεύρι κ.ά.]» — όσο κριθεί απαραίτητο στο μίγμα
ι) «σηκώνω τα χέρια» ή «σηκώνω ψηλά τα χέρια»
i) απελπίζομαι, παραιτούμαι από κάποια προσπάθεια
ii) παραδίδομαι
ια) «σηκώνω σχέδια [ή φερσίματα κ.λπ.]» — αντιγράφω
ιβ) «σηκώνω χέρι» — χειροδικώ
ιγ) «τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε» — τον κάνει ό,τι θέλει, τον έχει υποχείριό της
ιδ) «σηκώνω τους ώμους» — αδιαφορώ ή βρίσκομαι σε αμηχανία
ιε) «σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου» ή «μού σηκώνεται η τρίχα στο κεφάλι» ή «σηκώνεται το πετσί μου»
i) ανατριχιάζω
ii) φρικιώ, φρίττω από φόβο ή από βδελυγμία και αποστροφή
ιστ) «μού σηκώνεται»
i) έχω στύση του πέους
ii) αποφασίζω ξαφνικά και επιπόλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σηκῶ «ζυγίζω», με εξέλιξη της σημ. σε «μετατοπίζω τη ζυγαριά, μετακινώ, υψώνω» (πρβλ. σήκωμα [Ι])].