Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εξόριος
Greek Monolingual
ἐξόριος, -α, -ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας 2.το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία (ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία. [ΕΤΥΜΟΛ.<εξ+όριο (<όρος «τέρμα»)].