επήβολος

Greek Monolingual

ἐπήβολος, -ον (AM)
1. γνώστης, ενήμερος
2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ.
β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ' ἐρετάων», Ομ. Οδ.)
3. αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος
2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βόλος (< βάλλω). Το -η- αναλογικά προς το επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].