προϊόν

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. το αποτέλεσμα της παραγωγής, που μπορεί να είναι είτε υλικό αγαθό, λ.χ. τρόφιμα, ενδύματα, μηχανήματα, είτε άυλο, όπως λ.χ. υπηρεσίες, εφευρέσεις, έργα τέχνης (α. «προϊόντα βιομηχανίας» β.«προϊόν φαντασίας»)
2. η απολαβή από την εργασία, όπως ο μισθός
3. μτφ. συνέπεια, αποτέλεσμα, απόρροια, επακόλουθο
4. φρ. α) «ομογενή προϊόντα» — τα προϊόντα που έχουν την ίδια ικανότητα εξυπηρέτησης
β) «τελικά προϊόντα» ή «έτοιμα προϊόντα» — τα προϊόντα που είναι έτοιμα για τελική χρήση, δηλαδή για κατανάλωση ή επένδυση
γ) «ενδιάμεσα προϊόντα» — τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο παραγωγής άλλων προϊόντων
δ) «ακαθάριστο εγχώριο προϊόν» — η αξία του εγχώριου προϊόντος στην οποία περιλαμβάνεται και η ανάλωση κεφαλαίου, δηλ. οι αποσβέσεις
ε) «καθαρό εγχώριο προϊόν» — η αξία του εγχώριου προϊόντος χωρίς την αξία τών αποσβέσεων του πάγιου προϊόντος
στ) «ακαθάριστο εθνικό προϊόν» — η αξία του εθνικού προϊόντος στην οποία περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις
ζ) «καθαρό εθνικό προϊόν» — η αξία του εθνικού προϊόντος χωρίς τις αποσβέσεις
η) «ημικατεργασμένο προϊόν» — προϊόν του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία και, συνεπώς, για να φθάσει στον τελικό καταναλωτή πρέπει να υποστεί πρόσθετη επεξεργασία, όπως είναι λ.χ. τα νήματα μιας πλεκτοβιομηχανίας
θ) «ελαττωματικό προϊόν» — το προϊόν που δεν εκπληρώνει τις προδιαγραφές του ή που παρουσιάζει προβλήματα λειτουργίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. προϊών του πρόειμι].