επίνικος

Greek Monolingual

ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ.ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.