Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επινίκιος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπινίκιος, -ον) νίκη
1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκηεπινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα»)
2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» — ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινίκια
ο πανηγυρικός εορτασμός της νίκης
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ ἐπινίκιον
άσμα για να τιμηθεί η νίκη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπινίκια
α) θυσία για τη νίκη
β) βραβεία για τη νίκη.