επινίκιος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπινίκιος, -ον) νίκη
1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκη («επινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα»)
2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» — ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινίκια
ο πανηγυρικός εορτασμός της νίκης
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ ἐπινίκιον
άσμα για να τιμηθεί η νίκη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπινίκια
α) θυσία για τη νίκη
β) βραβεία για τη νίκη.