επίνοσος
Greek Monolingual
ἐπίνοσος, -ον (AM) νόσος
νοσηρός
αρχ.
φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῖς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῖς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ἐπινόσως
ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).
ἐπίνοσος, -ον (AM) νόσος
νοσηρός
αρχ.
φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῖς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῖς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ἐπινόσως
ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).