ἐπίνοσος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνοσος Medium diacritics: ἐπίνοσος Low diacritics: επίνοσος Capitals: ΕΠΙΝΟΣΟΣ
Transliteration A: epínosos Transliteration B: epinosos Transliteration C: epinosos Beta Code: e)pi/nosos

English (LSJ)

ἐπίνοσον,
A subject to sickness, unhealthy, σῶμα Arist.EN1113a28, cf. Thphr. Fragmenta 20.48 Schneider, D.S.2.48; γενεά Ph.1.516. Adv. ἐπινόσως = like one who is sick, διάγειν Hp.Epid.1.5, Crates Ep.20; ἐπίνοσος διακειμένου τοῦ σώματος Sor.1.117, cf. POxy.939.21 (iv A.D.).
II. unwholesome, χωρίον Porph.Abst.1.36; θέρος Gp.1.12.34; τόπος Hierocl. Facet.73; κατομβρία Lyd. Ost.37.

German (Pape)

[Seite 966] kränklich, σῶμα Arist. Eth. 3, 6 u. Sp.; χωρίον, ein Krankheiten ausgesetzter Ort. – Adv., Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίνοσος: болезненный, нездоровый (σῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνοσος: -ον, ὑποκείμενος εἰς νόσον, οὐχὶ ὑγιής, φιλάσθενος, σῶμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 4, 4, Θεόφρ. π. Χρωμ. 48, Διόδ. 2. 48. - Ἐπίρρ. -ως, ὡς ἀσθενής, διάγειν ἐπ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 942.

Greek Monolingual

ἐπίνοσος, -ον (AM) νόσος
νοσηρός
αρχ.
φιλάσθενος («καὶ ἐπὶ τῶν σωμάτων τοῖς μὲν εὖ διακειμένοις ὑγιεινὰ ἐστὶ τοῖς δ’ ἐπινόσοις ἕτερα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ἐπινόσως
ως άρρωστος («ἐπινόσως διάγειν», Ιπποκρ.).