επίσωτρο
Greek Monolingual
το (Α ἐπίσωτρον)
το ελαστικό του τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη του τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο (ζάντα)
αρχ.
η μεταλλική στεφάνη του τροχού γύρω από το σώτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σώτρον «σιδερένια στεφάνη του τροχού»].