επίφαση

Greek Monolingual

η (AM ἐπίφασις) επιφαίνω
1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση, το εξωτερικό («ἐπίφασις βασιλικὴ καὶ δύναμις», Πολ.)
2. φρ. «κατ’ επίφαση(-ιν)» — φαινομενικά («κατὰ μὲν τὴν ἐπίφασιν ἐποίει τὸ παραπλήσιον, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν...», Πολ.)
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία γίνεται κάτι ορατό («τὸ φῶς συναίτιον τῆς ἐπιφάσεως», Θεόφρ.)
2. ένδειξη, εκδήλωση
(«διὰ τὴν ἐπίφασιν τῆς ἑτοιμότητος τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν κίνδυνον», Πολ.).