ένδειξη

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔνδειξις)
δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας»)
νεοελλ.
1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων
2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή σε συνδυασμό με άλλα είναι αρκετό να δημιουργήσει στους δικαστές την πεποίθηση για την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου
3. φρ. «ἀποχρῶσαι ἐνδείξεις» — επαρκείς ενδείξεις για τη διαμόρφωση γνώμης
μσν.
ειδοποίηση («πυρσούς ἀνυψώνουν πρὸς ἔνδειξιν Ἑλλήνων»)
αρχ.
1. υπόδειξη, φανέρωση
2. ενέργεια για την απόκτηση εύνοιας
3. απόδειξη
4. καταγγελία εναντίον όποιου κατέχει παράνομα δημόσιο αξίωμα.