επαγείρω

Greek Monolingual

ἐπαγείρω (Α)
συναθροίζω, συγκεντρώνω («λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγείρω «συγκεντρώνω»].