αγείρω
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Greek Monolingual
ἀγείρω (Α)
1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω
2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω
3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία
4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό
5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια ομιλία
(Μυκην.) γραφή γ΄ εν. ενεστ. a-ke-re.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ-γερ-y-ō < ἀ- αθροιστ. + ρίζα γερ- (= συγκεντρώνω), πρβλ. γέρ-γερτα ή γάρ-γαρ-α.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγερμός, ἄγερσις, ἀγορά, ἄγυρις, ἀγύρτης.
ΣΥΝΘ. ὁμηγερής, νεφεληγερέτα, ἱππαγρέτης].