επαινετός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπαινετός, -ή, -όν)
1. αυτός που αξίζει έπαινο, αξιέπαινος
2. παινεμένος, ξακουστός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαινετόν
αντικείμενο επαίνου (Αριστοτ.).
-ή, -ό (AM ἐπαινετός, -ή, -όν)
1. αυτός που αξίζει έπαινο, αξιέπαινος
2. παινεμένος, ξακουστός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαινετόν
αντικείμενο επαίνου (Αριστοτ.).