επαναχωρώ

Greek Monolingual

ἐπαναχωρῶ, -έω (Α)
αποσύρομαι, επανέρχομαι, αναχωρώ (α. «παύεσθ', ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκωλεύετε», Αριστοφ.
β. «ἐπαναχωρήσασα πρὸς τὰ μετέωρα», Θουκ.).