επανέρχομαι
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
Greek Monolingual
(AM ἐπανέρχομαι)
1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.)
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο)
νεοελλ.
αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο στράτευμα»)
μσν.
1. ξαναβρίσκω την υγεία μου
2. συνέρχομαι
3. φρ. «ἐπανέρχομαι ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η κατάσταση μου
αρχ.
1. αναφέρομαι σε κάτι («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», Δημοσθ.)
2. (για πυρετό) εκδηλώνομαι πάλι, παθαίνω υποτροπή
3. υποστρέφω, στρέφω πίσω, γυρίζω πάλι
4. συγκεφαλαιώνω («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῦν
τες διεληλύθαμεν», Ξεν.)
5. ανέρχομαι, ανεβαίνω («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», Ξεν.)
6. ανεβαίνω στην επιφάνεια
7. μεταδίδομαι, διαδίδομαι.