επαπειλώ

Greek Monolingual

(AM ἐπαπειλῶ, -έω)
επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ' ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη», Σοφ.)
νεοελλ.
απρόσ. επαπειλείται
επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος
αρχ.
1. απλώς απειλώ, φοβερίζω
2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω κάτι («δείν' ἐπηπείλει τελεῖν;», Σοφ.)
3. απόλ. διατυπώνω απειλές, φέρομαι απειλητικά («τὸν δὲ Λύκωνα ἔφασαν καὶ ἐπαπειλεῖν», Ξεν.)
4. μέσ. ἐπαπειλοῦμαι
(με δοτ. προσ.) σκέπτομαι να κάνω κακό σε κάποιον.