επαρμένος

Greek Monolingual

(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής.