Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επαύλιον
Greek Monolingual
ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις 1. μικρή έπαυλη 2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλία α) η επόμενη ημέρα του γάμου β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.