(AM ἐπαύριον) επίρρ. αύριο(συν. με το θηλ. αρθρ. ως επίθ.) ἡ ἐπαύριοναύριο, την επόμενη ημέρα συν. («ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον», ΠΔ«τῇ δ' ἐπαύριον τῶν πολεμίων χωρισθέντων», Πολ.).