ἐπιζέω (Α) ζέω1. βράζω, κοχλάζω (α. «μετὰ πυρὸς πολλοῦ καὶ κλύδωνος ἐπιζέσαντος» β. «ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους»)2. (για δηλητήριο) επενεργώ3. ζεσταίνω κάτι («ἐπιζεῖν λέβητα»).