επιθεραπεύω

Greek Monolingual

ἐπιθεραπεύω (AM)
εφορμόζω νέα, πρόσθετη θεραπεία
αρχ.
1. εργάζομαι με ζήλο για έναν σκοπό («τὴν ἑαυτοῦ κάθοδον ἐς τήν πατρίδα ἐπιθεραπεύων», Θουκ.)
2. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον.