ἐπιθρύπτω (Α)1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι2. μέσ. ἐκθρύπτομαιεκθηλύνομαι3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα3. σπάζω, συντρίβω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].