επικαθαίρω

Greek Monolingual

ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM)
1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο
2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι
καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»].