ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.