επικελεύω

Greek Monolingual

ἐπικελεύω (Α)
ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ.
β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»].