παρακινώ

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

παρακινῶ, -έω, ΝΜΑ
συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω
αρχ.
1. διαταράσσω, συγχέω
2. διαταράσσομαι, θολώνομαι
3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων
4. κινώ σφοδρώς, διεγείρω σε μανία κάποιον
5. παθ. γίνομαι εκτός εαυτού, εξίσταμαι, παραφρονώ
6. (αμτβ.) α) είμαι γεμάτος πάθος, συγκινούμαι υπερβολικά
β) μεταβάλλω τη θέση μου, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι
7. μνημονεύω κάτι στην πάροδο του λόγου ή τυχαία
8. μτφ. ανακινώ θέμα για συζήτηση, διατυπώνω ερώτηση σχετικά με ένα ζήτημα.