επικρύπτω

Greek Monolingual

ἐπικρύπτω (Α)
1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.)
2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.).