επινοητικότητα

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του επινοητικού, η εφευρετικότητα, η εφευρετική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επινοητικός. Η λ. στον λόγιο τ. επινοητικότης μαρτυρείται από το 1880 στον Χρήστο Παπαδόπουλο].