επιπλοποιία

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία
2. το επάγγελμα του επιπλοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη].