επισκώπτω

Greek Monolingual

ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].