κοροϊδεύω

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

κορόιδο
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ («όλοι τον κοροϊδεύουν για τα καμώματά του»)
2. εξαπατώ, ξεγελώ («τον κορόιδεψε στο ζύγι»).