επιστέγαση

Greek Monolingual

η
1. κάλυψη με στέγη
2. η ολοκλήρωση έργου ή προσφοράς με σημαντική τελική πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστεγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].