επισφράγιση
Greek Monolingual
η (AM ἐπισφράγισις)
επισφραγίζω
1. το σφράγισμα και κατά συνεκδοχή η επικύρωση, η επιβεβαίωση
2. μτφ. ολοκλήρωση, επιστέγαση
αρχ.
(μετρ.) η πτώση του ρυθμού στον στίχο.
η (AM ἐπισφράγισις)
επισφραγίζω
1. το σφράγισμα και κατά συνεκδοχή η επικύρωση, η επιβεβαίωση
2. μτφ. ολοκλήρωση, επιστέγαση
αρχ.
(μετρ.) η πτώση του ρυθμού στον στίχο.