η
1. πρόσθετη, ειδική οικονομική ενίσχυση
2. χρηματική ενίσχυση που παρέχεται εφάπαξ ή σε τακτές περιόδους σε ιδρύματα ή πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχορήγησις μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοεληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].