ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)καλύπτω με χώμα, ενταφιάζωαρχ.1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο του νεκρού2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].