επτάπολις

Greek Monolingual

ἑπτάπολις, ὁ, -ἡ (Α)
1. (για χώρα), αυτός που περιέχει επτά πόλεις («ὅσσοι δ’ ἑπτάπολιν μεσάτην ἤπειρον ἔχουσιν», Διον. Περ.)
2. (για τον Όμηρο) αυτός που διεκδικείται από επτά πόλεις.