ἑπτάπολις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
οξ, ἡ, containing seven cities: ἑ. μεσάτη ἤπειρος, of Egypt, D.P.251.
German (Pape)
[Seite 1013] mit sieben Städten, D. Per. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάπολις: ὁ, ἡ, περιέχων ἑπτὰ πόλεις: Ἑπτάπολις, διαμέρισμα τι τῆς Αἰγύπτου, Διον. Π. 251· καλούμενον Ἑπτανομὶς ὑπὸ τοῦ Πτολ. 4. 5, Ἑπτάνομος ἢ -ία, ὑπὸ τοῦ Εὐστ. εἰς Διον. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἑπτάπολις, ὁ, -ἡ (Α)
1. (για χώρα), αυτός που περιέχει επτά πόλεις («ὅσσοι δ’ ἑπτάπολιν μεσάτην ἤπειρον ἔχουσιν», Διον. Περ.)
2. (για τον Όμηρο) αυτός που διεκδικείται από επτά πόλεις.