επταπάλαιστος

Greek Monolingual

ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].