Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερίβρυχος
Greek Monolingual
ἐρίβρυχος, -ον (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.) 2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ.<ερι- (επιτ. μόριο) + -βρυχος (<βρύχομαι)].