ἐρίβρυχος
English (LSJ)
ἐρίβρυχον, loud-bellowing, λέων Q.S.3.171; loud-braying, of the trumpet, AP6.159 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1028] laut brüllend, βοῦς H. h. Merc. 116; κέλαδος, von der Trompete, Antip. Sid. 11 (VI, 159); λέων Qu. Sm. 3, 171; λέαιναι Opp. Cyn. 3, 129.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρύχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίβρῡχος: HH, Anth. = ἐριβρύχης.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίβρῡχος: -ον, ἠχηρῶς βρυχώμενος, βοῦς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἐρμ. 116· λέων Κόϊντ. Σμ. 3. 171· ἰσχυρῶς ἠχῶν, ἐπὶ σάλπιγγος, Ἀνθ. Π. 6. 159.
Greek Monolingual
ἐρίβρυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.)
2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρυχος (< βρύχομαι)].
Greek Monotonic
ἐρίβρῡχος: -ον (βρύχω), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν.· αυτός που ηχεί δυνατά, λέγεται για τη σάλπιγγα, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐρί-βρῡχος, ον βρύχω
loud-bellowing, Hhymn.: loud-braying, of the trumpet, Anth.