ερίδωρος

Greek Monolingual

ἐρίδωρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δώρον].