δώρον Search Google

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

το
βλ. δώρο.

Greek Monotonic

δώρον: τό (δί-δωμι)·
I. 1. δώρο, δωρεά, χάρισμα, προσφορά, σε Όμηρ.· τιμητικό δώρο, σε Ομήρ. Ιλ.· δωρά τινος, τα δώρα κάποιου, δηλ. αυτά που δίνονται, προσφέρονται, χαρίζονται από αυτόν, δῶρα θεῶν, σε Όμηρ.· δῶρ' Ἀφροδίτης, δηλ. τα χαρίσματα της ομορφιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., ὕπνου δ., η ευλογία του ύπνου, στο ίδ.
2. δῶρα, δώρα που προσφέρονται σε δωροδοκία, σε Δημ. κ.λπ.· δώρων ἑλεῖν τινα, τον καταδικάζουν επειδή δωροδοκήθηκε, σε Αριστοφ.
II. πλάτος του χεριού, παλάμη, ως μονάδα μέτρησης μήκους· βλ. ἑκκαιδεκάδωρος.