ἐρίθαλλος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)].