ἐρίνεος, -α, -ον (AMΑ ιων. τ. και εἰρίνεος, -η, -ον και ἔρινος, -η, -ον) έριονμάλλινος, από μαλλί («εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύνει» — φορεί μάλλινο χιτώνα, Ηρόδ.).