Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ερίπνους
Greek Monolingual
ἐρίπνους, -ουν (Α) αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ.< επιτ. μόριοερι- + -πνους (< -πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (<πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ-πνους)].