ερείψιμος

Greek Monolingual

ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾶν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).