ερεβινθοειδής

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με ρεβίθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέβινθος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Μητσόπουλο].